ἀναργυρία

ἀναργυρία
ἀναργῠρ-ία, ,
A want of cash, Stratt.8 D.;

ἡ τῆς ἀ. παραγραφή

non numeratae pecuniae,

Cod.Just.4.21.16

;

ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100

Pr.: pl., ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναργυρία — ἀναργυρίᾱ , ἀναργυρία want of cash fem nom/voc/acc dual ἀναργυρίᾱ , ἀναργυρία want of cash fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυρίᾳ — ἀναργυρίᾱͅ , ἀναργυρία want of cash fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς …   Dictionary of Greek

  • ἀναργυρίας — ἀναργυρίᾱς , ἀναργυρία want of cash fem acc pl ἀναργυρίᾱς , ἀναργυρία want of cash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυρίαν — ἀναργυρίᾱν , ἀναργυρία want of cash fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυριῶν — ἀναργυρία want of cash fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάργυρος — η, ο (AM ἀνάργυρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει χρήματα, αχρήματος, απένταρος 2. αυτός που δεν παίρνει χρήματα για τις υπηρεσίες που προσφέρει νεοελλ. (για υπηρεσίες) αυτός που παρέχεται χωρίς λήψη χρημάτων, που γίνεται δωρεάν αρχ. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”